- ποδοβολή
- η , ποδοβόλημα, ποδοβολητό τό топот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ποδοβολή — ποδοβολή, η και ποδοβολητό, το κρότος βαδίσματος ή τρεξίματος ζώων ή ανθρώπων: Ακούστηκε μέσα στη νύχτα ποδοβολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποδοβολή — η, Ν το ποδοβολητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek